- ἐκδύσεις
- ἔκδυσιςgetting outfem nom/voc pl (attic epic)ἔκδυσιςgetting outfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek